Βράδυ Σαββάτου. Σαν το τραγούδι που ήταν το αγαπημένο όλων. Στο γυμνάσιο. Όχι όμως και δικό σου. Περπατάς. Από Καλλιρόης προς Πλατεία Εξαρχείων. Ανεβαίνεις Συγγρού και διασχίζεις την Πλάκα. Αναπνέεις. Εισπνέεις βαθιά κι εύχεσαι η Αθήνα σου να ήταν πάντα και όλη, έτσι. Μια Πλάκα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Άνθρωποι παντού, νέοι, πιο νέοι, τουρίστες, λιγότερο τουρίστες, κορίτσια των Βορείων, Προαστίων ή κλιμάτων. Ταξί παρκαρισμένα παντού, ψαρεύουν για πελάτες, φλερτάρουν με τα ίδια κορίτσια. Περπατώ. Κοιτάζω τα κλειστά μαγαζιά, για απόψε, για πάντα. Άντρες καθισμένοι σε πλαστικές καρέκλες, δίπλα σε μεγάλες μηχανές, έξω από τα ακριβά μαγαζιά, τα φυλάνε. Να μην τους φύγουν, μέσα από τα χέρια, οι ζωές και οι μόχθοι, των άλλων. Νέο καθεστώς. Δε με παραξενεύει. Σε αυτήν την πόλη μαθαίνεις στην ανοχή κάθε παράξενου. Κάθε νέου που νιώθεις ότι δε σε απειλεί. Ή απλώς κλείνεις τα μάτια και περπατάς και κάνεις ότι δεν υπάρχει και περπατάς και ανοίγεις τα μάτια αφού σκοντάψεις για να τα κλείσεις πάλι στη θέα του νέου. Μπαρ νέα. Πιο νέα. Σε κάθε βόλτα και πιο νέα. Ασφυκτικά γεμάτα. Με ανθρώπους που βγαίνουν. Για να μπουν. Μέσα. Να κλειστούν. Να πιουν. Τη λήθη τους. Να ξεχάσουν τους λόγους. Της ύπαρξής τους. Να φλερτάρουν. Με ανθρώπους άλλους. Που δε φλερτάρουν. Να αναλώσουν. Να αναλωθούν. Και να γυρίσουν στη φωλιά τους το ξημέρωμα. Με το τρόπαιο της επιβεβαίωσης. Σύντροφο ζωής. Πλατεία Αγίας Ειρήνης. Φώτα. Κόσμος παντού. Μουσικές. Γέλια. Ελπίδα που μεγαλώνει. Για μια θέση στον ήλιο. Για τον καφέ. Το σουβλάκι. Το check-in. Δήμαρχος, αντιδήμαρχος και η Αγία Ειρήνη η ινσταγκραμιώτισσα. Να ποζάρει. Να καμαρώνει. Να μερακλώνει. Να βαριέται. Αιόλου. Νέο check point το νέο all day μαμ-καφέ. Άδεια βλέμματα, γεμάτα στομάχια. "Έχετε κάνει κράτηση;". #asemas και συνεχίζεις. Αυτοκίνητα. Παρκαρισμένα παντού. Στον πεζόδρομο. Δε με νοιάζει. Πια. Ένας ταξιτζής βρίζει. Ένα κορίτσι τον Βορείων. Που αποφάσισε να πάρει αμάξι. Και όχι ταξιτζή. Διασχίζεις τη Σταδίου, μπαίνεις στην Μπενάκη, καμένα που μυρίζουν ακόμα καμένα κι απέναντι νέο wine bar γεμάτο παστέλ ανθρώπους. Που πασχίζουν να γίνουν φλούο. Ή το αντίστροφο. Δε με νοιάζει. Περνάω την Πανεπιστημίου. Μετρόπολις κλειστό. Δε με νοιάζει. Ήταν πάντα τόσο αδιάφορο. Τόσο επιθετικό. Ακαδημίας. Δυο μπάτσοι μιλάνε από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Με κοιτάνε. Τους κοιτάζω. Συνεχίζουν να μιλάνε αδιάφορα. Σίγουρα κάτι θα έγνεψαν πίσω από την πλάτη μου. Δε με νοιάζει. Με νοιάζει. Λίγο. Πιο λίγο. Μπενάκη μποτιλιάρισμα. Από αυτοκίνητα. Ανθρώπους δεν είδα. Φτάνω Μεταξά. Η γνωστή μπόχα - μέχρι να γίνει Διδότου - από κάτουρα και σκατά. Ανθρώπων και των ζώων τους. Κλείνω τη μύτη. Και το στόμα. Να σκάσω. Προτιμώ. Ανοίγω την πόρτα. Μπαίνω στο ασανσέρ. Ανεβαίνω στον 5ο. Γδύνομαι. Μπαίνω στο ντους. Συνέρχομαι από τη φρίκη του να ζω ακόμα στην Αθήνα και να θέλω τόσο να το φωνάξω. Ηρεμώ. Ποστάρω τραγούδια στο facebook. Ψάχνω την επόμενη εξυπνάδα που θα γράψω. Για στάτους. Quo.
Και σκέφτομαι. Πόσο περίεργο να νιώθεις ότι όλα για σένα σε αυτήν την πόλη έχουν τελειώσει. Τίποτα δε σε ενθουσιάζει. Τίποτα δε σε κρατάει. Και κυρίως κανείς. Σχέσεις για λίγο. Για πιο λίγο. Φίλοι, γνωστοί. Όλο και περισσότεροι. Όλο και λιγότεροι. Και κανείς. Χωρίς πορτοφόλι, χωρίς λεφτά, χωρίς ανάσα, χωρίς μηχανάκι, χωρίς προοπτική. Κάνεις θέατρο. Με Θ κεφαλαίο. Έτσι πιστεύεις. Και τελειώνει. Και η χαρά σου. Δική σου. Μεγάλη. Και όσων την μοιράστηκαν. Τι μας ενώνει; Τι μας κρατά; Κοντά; Δεν ξέρω. Τα πράγματα, οι άνθρωποι χάνουν τις κτητικές αντωνυμίες. Το Μου. Το Σου. Αγαπάς. Αγαπιέσαι; Δεν ξέρεις πια. Μα το χειρότερο. Δε σε αφορά. Νέα Πατρίδα. Νέος Προορισμός. Θα έρθει. Σύντομα. Κάπου μακριά. Ή κάπου ψηλά. Και θα μυρίζει γιασεμί. Και νυχτολούλουδο. Όπως τότε. Που έφτανες σπίτι σου. Και η αυλή σε έπνιγε στην ευωδιά. Και ήσουν μόλις 8. Και ήξερες πως η ζωή είναι μπροστά. Και σε περιμένει. Κι αυτό θες να το νιώσεις. Ξανά. Όπου. Και Θα!