ήσουν περίπου 2 χρόνων
όταν ο πατέρας σου έκλεισε την πόρτα πίσω του
κι έμεινε η μάνα σου να κλαίει
με εσένα στην αγκαλιά
που μόλις είχες γλιτώσει από τα κλειδιά
που προορίζονταν για εκείνη
μα πέτυχαν ξόφαλτσα εσένα
αυτό το μικρό σημάδι
στην άκρη του δεξιού σου ματιού
λίγο πριν το αφτί
λίγο μετά το μάτι
που δεν κατάφερε όμως να σου στερήσει καμιά σου αίσθηση
μα την χάραξε βαθιά
το σπίτι έμεινε άδειο από "μπαμπά"
με το μαμά να έχει χωριστεί στα δυο
και να φουσκώνει μέρα με τη μέρα
όλο πιο πολύ
γιατί δεν άντεχε την απουσία
που την κατάπιε και ήθελε μόνο να την ξερνάει
στα μούτρα σου
κάθε φορά που η έλειψη ήταν πιο δυνατή από την κακή συνήθεια
κι ήξερες πως ο πατέρας σου δεν ήταν εκεί
μα δε σε ένοιαζε
γιατί ήσουν χαμένος στο δικό σου κόσμο
φτιαγμένο από πλαστικές κούκλες, αυτοκινητάκια, επιτραπέζια, ζωγραφιές, μουσικές, φορέματα της μαμάς και της αδερφής σου, δαντέλες και ραφτικά
μεγαλώνοντας
η μόνη παρουσία του μπαμπά
ήταν η απουσία
χαμένος μέσα σε γυναίκες, παιδιά, γάμους, δουλειές, λεφτά, εξαγόραζε αγάπη και την πουλούσε πολύ φθηνά με την πρώτη ευκαιρία για την επόμενη νύμφη που θα του χτυπούσε την πόρτα
δε σε ένοιαζε
είχες μόνο θυμό
για την πληγή που άνοιξε στη μάνα σου
που κι αυτή μεγαλωμένη δίχως πατέρα
δεν την φρόντισε
αυτήν την ίδια πληγή
μα έχωσε το δάχτυλο μέσα της βαθιά
και την άνοιξε μέχρι το κόκαλο
είχες θυμό
και ήξερες πως εσύ θα γίνεις καλύτερος πατέρας
μα ξέχασες ότι δε θα γίνεις πατέρας
ότι δεν μπορείς να γίνεις πατέρας
ότι η κοινωνία σου δε δέχεται τους αλλιώτικους πατέρες
κι έτσι κράτησες μια υπόσχεση
να μείνεις πάντα παιδί
το δικό σου παιδί και το παιδί του πατέρα σου μαζί
το παιδί που θα ήθελες να έχεις
και το παιδί που δεν ήσουν ποτέ
όλα δεν ήσουν
κι όλα όσα είσαι
χρόνια πολλά, παιδί