την κυρά-Σόφη πέρα από τη μάντρα να μας βάζει τις φωνές κάθε μεσημέρι που βρεχόμασταν με το λάστιχο και μουσκεύαμε τη γεροντοκοριτσίστικη της απομόνωση
για να μας κανακέψει μετά, κερνώντας μας γλυκό του κουταλιού ξεναγώντας μας στο σπίτι-μουσείο της
δηλαδή πάπιες, παπαγάλους, σκυλιά και γατιά, ένα πρόβατο, μια κατσίκα, καναρίνια
είχαμε και μια γέρικη μουριά
που τα κλαδιά της έφταναν μέχρι τον ουρανό
έτσι μετρούσα τότε τον ουρανό
και πατώντας στα κλαδιά της
ανέβαινα όλο και πιο ψηλά
έτρωγα μούρα και έφτανα στην κορυφή της
και από εκεί είχα φτάσει στο πιο ψηλό σημείο του κόσμου
έτσι μετρούσα τότε τον κόσμο
μέχρι το απέναντι βουνό με τα λιγοστά σπίτια
μέχρι εκεί ήξερα θα φτάσω
(κι είχα φτάσει πολλές φορές με το ποδήλατο ή με τα πόδια)
και ήξερα πως θα το ξεπεράσω
και πίσω από το θρόνο του Ξέρξη
θα αρχίσει ξανά ο κόσμος
μα πια δεν έχω μουριά να πατήσω
ούτε μούρα
ούτε πάπιες και κατσίκες,
ούτε τριανταφυλλιές και ψεύτικα φάρμακα,
ούτε μάντρες να γκρεμίσω,
ούτε την κυρα-Σόφη,
ούτε τον παπαγάλο που τον έχασα πρόωρα γιατί τον άφησα ελεύθερο
ούτε καν τον ίδιο τον κήπο γιατί έγινε τριόροφος
έχουμε όμως μια καρυδιά
πλάι στο σπίτι
πιο ψηλή από το σπίτι
που η σκιά της ενοχλεί τη μάνα μου
και τα φύλλα της τα ξερά
και τα κλαδιά που κλείνουν τον ουρανό
και οι ρίζες της που απειλούν το σπίτι
και τη μάνα μου που φωνάζει πως δεν έχει έναν άντρα (να την κόψει για να ξαναδεί τον ουρανό)
πόσα καρύδια να σου δώσω
να μου δώσεις πίσω τη μουριά
με λίγο ουρανό στο πλάι;
έτσι μετράω ακόμα την αγάπη
(κι ορκίζομαι δεν έχω ξανα φάει πιο νόστιμο φρούτο
από κείνο το παραγινομένο κίτρινο μούρο)
έτσι μόνο