κάθεσαι στο άδειο σπίτι,
στον καναπέ,
μπροστά από τις εικόνες,
κινούμενες και στατικές,
με ήχους που ξέχασες ανοιχτούς,
να σου κρατάνε συντροφιά,
ήχοι από μουσικές που δεν άκουσες,
από τραγούδια που δεν αγάπησες,
από μνήμες που δεν άφησες,
διαβάζεις τις λέξεις των άλλων,
που στις έστειλαν συλλαβή-συλλαβή,
δακρύζεις, γελάς,
κι ένα βάρος σε πνίγει, σε τραβάει λίγο στο μέσα σου,
γύρω σου χάος,
σπιτίσιο χάος,
δε συγύρισες,
για ποιον να συγυρίσεις,
να μαζέψεις το στεγνό ρούχο από την απλώστρα,
το ξερό από μέρες ρούχο πάνω στο σώμα του καλοριφέρ,
ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει σπίτι σου,
εδώ και καιρό,
συχνά,
είναι η καθαρίστριά σου,
κι αυτή νιώθεις ότι σε πρόδωσε,
κάθε που της χάριζες κάτι αγαπημένο κι άχρηστό σου,
αυτή σου έπαιρνε ένα χωρίς να σε ρωτήσει,
δεν κρατάς κακία,
την λυπάσαι,
όπως λυπάσαι όλους αυτούς που μπήκαν στη ζωή σου,
τους χάρισες τις τρύπιες σου κάλτσες,
και σου ξεσήκωναν όλη την ντουλάπα,
χωρίς δελτίο αποστολής,
κι οι στίβες από χαρτιά,
πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού,
μαραζώνουν στο κοίταγμά σου,
λογαριασμοί πληρωμένοι,
απλήρωτοι,
ληγμένοι,
ξεπερασμένοι,
ένα σπίτι αστόλιστο,
από αισθήματα και αναμνήσεις,
που το φόρεσες μόνο,
στον απόηχο ενός χωρισμού,
δεν είχες τη διάθεση ούτε να το κατοικήσεις,
να το κορνιζώσεις και να το καμαρώνεις στον τοίχο σου,
κι αυτό το ντουί πάνω από το κεφάλι σου,
να σε κοιτάζει απειλητικά,
σαν αγχόνη που θα πέσει,
και σκοτάδι θα σε γεμίσει,
και αυτό το φωτιστικό,
ακόμα στο κουτί,
σκονισμένο,
και το παράθυρο ορθάνοιχτο,
χωρίς κουρτίνα,
στην έκθεση που σε έχει συνηθίσει,
μια ζωή, η ζωή,
χωρίς παράθυρο,
ή με ανοιχτό παράθυρο,
μπας και μπει κανείς και αλωνίσει,
και σου αφήσει ένα ψίχουλο,
να σε ταϊσει,
να βουτήξει μέσα στο συρτάρι με τις κάλτσες σου,
να τις μπαλώσει,
να σε φιλήσει,
να σε ευχαριστήσει,
και να πετάξει κι αυτός παρέα,
με τα υπόλοιπα περιστέρια,
που είχαν φωλιάσει στον ακάλυπτο,
μα τώρα ησύχασαν κι αυτά,
στον ακάλυπτο που κατοικείς,
οι φωνές ακόμα εκεί,
ζωηρές,
τις ακούς κι ας σωπάσαν,
η τηλεόραση μόλις έκλεισε εξ άλλου,
περιβαλλοντικές ρυθμίσεις,
ώρα στην απραξία,
με εικόνες κινούμενες και στατικές,
με ήχους γνωστούς, ποπ και άλλους,
κι εσύ καθιστός,
στον καναπέ,
τον κόκκινο,
σαν το αίμα που θα σκεπάσει,
το λάπτοπ,
όταν το ντουί-αγχόνη,
-μη σε αγχώνει-,
πέσει και στάξει...
*άντε να σου κόψει λίγο το δάχτυλο,
τίποτα περισσότερο,
να σου θυμίσει ότι στις φλέβες σου,
τρέχει ακόμα ζωή
στον καναπέ,
μπροστά από τις εικόνες,
κινούμενες και στατικές,
με ήχους που ξέχασες ανοιχτούς,
να σου κρατάνε συντροφιά,
ήχοι από μουσικές που δεν άκουσες,
από τραγούδια που δεν αγάπησες,
από μνήμες που δεν άφησες,
διαβάζεις τις λέξεις των άλλων,
που στις έστειλαν συλλαβή-συλλαβή,
δακρύζεις, γελάς,
κι ένα βάρος σε πνίγει, σε τραβάει λίγο στο μέσα σου,
γύρω σου χάος,
σπιτίσιο χάος,
δε συγύρισες,
για ποιον να συγυρίσεις,
να μαζέψεις το στεγνό ρούχο από την απλώστρα,
το ξερό από μέρες ρούχο πάνω στο σώμα του καλοριφέρ,
ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει σπίτι σου,
εδώ και καιρό,
συχνά,
είναι η καθαρίστριά σου,
κι αυτή νιώθεις ότι σε πρόδωσε,
κάθε που της χάριζες κάτι αγαπημένο κι άχρηστό σου,
αυτή σου έπαιρνε ένα χωρίς να σε ρωτήσει,
δεν κρατάς κακία,
την λυπάσαι,
όπως λυπάσαι όλους αυτούς που μπήκαν στη ζωή σου,
τους χάρισες τις τρύπιες σου κάλτσες,
και σου ξεσήκωναν όλη την ντουλάπα,
χωρίς δελτίο αποστολής,
κι οι στίβες από χαρτιά,
πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού,
μαραζώνουν στο κοίταγμά σου,
λογαριασμοί πληρωμένοι,
απλήρωτοι,
ληγμένοι,
ξεπερασμένοι,
ένα σπίτι αστόλιστο,
από αισθήματα και αναμνήσεις,
που το φόρεσες μόνο,
στον απόηχο ενός χωρισμού,
δεν είχες τη διάθεση ούτε να το κατοικήσεις,
να το κορνιζώσεις και να το καμαρώνεις στον τοίχο σου,
κι αυτό το ντουί πάνω από το κεφάλι σου,
να σε κοιτάζει απειλητικά,
σαν αγχόνη που θα πέσει,
και σκοτάδι θα σε γεμίσει,
και αυτό το φωτιστικό,
ακόμα στο κουτί,
σκονισμένο,
και το παράθυρο ορθάνοιχτο,
χωρίς κουρτίνα,
στην έκθεση που σε έχει συνηθίσει,
μια ζωή, η ζωή,
χωρίς παράθυρο,
ή με ανοιχτό παράθυρο,
μπας και μπει κανείς και αλωνίσει,
και σου αφήσει ένα ψίχουλο,
να σε ταϊσει,
να βουτήξει μέσα στο συρτάρι με τις κάλτσες σου,
να τις μπαλώσει,
να σε φιλήσει,
να σε ευχαριστήσει,
και να πετάξει κι αυτός παρέα,
με τα υπόλοιπα περιστέρια,
που είχαν φωλιάσει στον ακάλυπτο,
μα τώρα ησύχασαν κι αυτά,
στον ακάλυπτο που κατοικείς,
οι φωνές ακόμα εκεί,
ζωηρές,
τις ακούς κι ας σωπάσαν,
η τηλεόραση μόλις έκλεισε εξ άλλου,
περιβαλλοντικές ρυθμίσεις,
ώρα στην απραξία,
με εικόνες κινούμενες και στατικές,
με ήχους γνωστούς, ποπ και άλλους,
κι εσύ καθιστός,
στον καναπέ,
τον κόκκινο,
σαν το αίμα που θα σκεπάσει,
το λάπτοπ,
όταν το ντουί-αγχόνη,
-μη σε αγχώνει-,
πέσει και στάξει...
*άντε να σου κόψει λίγο το δάχτυλο,
τίποτα περισσότερο,
να σου θυμίσει ότι στις φλέβες σου,
τρέχει ακόμα ζωή